- πήλου
- πηλόωcoatpres imperat act 2nd sgπηλόωcoatimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηλοῦ — πηλόομαι pres imperat mp 2nd sg πηλόομαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) πηλός clay masc/fem gen sg πηλόω coat pres imperat mp 2nd sg πηλόω coat imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐξ ἑνός πηλοῦ. — ἐξ ἑνός πηλοῦ. См. Одного помета … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
бьрниѥ — БЬРНИ|Ѥ (16), ˫А с. 1.Грязь; прах: не щадимъ телесъ своихъ... тѣло бо бьрниѥ ѥсть. СбТр XII/XIII, 22; прест҃ыи хвалю твоѥ чл҃вколюбиѥ ˫ако ѡ(т) берни˫а рɤкою создалъ мѩ ѥси. СбЯр XIII, 154 об.; Видѩ многоу поустыню и ноужноую см҃рть и погыбъшихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
одного помета — (иноск.) одного нрава, о духовном сродстве, как телесном Ср. Что греха таить, одного помету. Фонвизин. Недоросль. 3, 3. Скотинин о своей сестре Простаковой. Ср. De la même cuvée. De la même trempe. Ср. Ovo prognatus eodem. Из того же яйца… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Одного помета — (иноск.) одного нрава о духовномъ сродствѣ, какъ тѣлесномъ. Ср. Что грѣха таить, одного помету. Фонвизинъ. Недоросль. 3, 3. Скотининъ о своей сестрѣ Простаковой. Ср. De la même cuvée. De la même trempe. Ср. Ovo prognatus eodem. Пер. Изъ того же… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek